ὀρφώς, ἴσικος Alex.Trall.7.8
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όρφιος — ὄρφιος, ία, ον (Α) [ορφός] 1. παρασκευασμένος από ορφό 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὄρφιον μικρός ορφός … Dictionary of Greek
ὀρφίῳ — ὄρφιος made of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)